- μετεωρολογία
- Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει στις κινήσεις της, καθώς συγκρατείται από τη γήινη βαρύτητα). Παλιότερα, η μ. αφορούσε ένα ευρύτερο πεδίο, αφού μελετούσε ακόμη και τις κινήσεις της επιφάνειας της Γης (σεισμοί) και των θαλασσών, τομείς που εντάσσονται τόσο στη φυσική γεωγραφία όσο και στη γεωφυσική. Όταν η μ. αναφέρεται στις ποικίλες ατμοσφαιρικές καταστάσεις των διάφορων περιοχών της επιφάνειας της Γης, κατά τη διάρκεια του έτους, ονομάζεται κλιματολογία, όρος, που συχνά γίνεται συνώνυμος με τη μ.· αντίθετα, η μ. καλείται ανεμολογία, όταν εξετάζει τα τμήματα της ατμόσφαιρας, που δεν έχουν κάποια σχέση με τη λιθόσφαιρα και την υδρόσφαιρα.
Η επιστημονική μ., που συνήθως περιλαμβάνεται στο πεδίο μελέτης της φυσικής της ατμόσφαιρας, ασχολείται ιδιαίτερα με τις πιο γενικές και περιοδικές εμφανίσεις των μετεωρολογικών φαινομένων, διαχωρίζοντάς τα από τις συμπτωματικές καταστάσεις, για να εξετάσει συστηματικά τη φύση, τις αιτίες και τα αποτελέσματα τους. Η ανάλυση και η πρόγνωση του καιρού αποτελεί έργο της συνοπτικής μ., η oποία εξετάζει τη μετεωρολογική κατάσταση που επικρατεί πάνω από μια περιοχή της επιφάνειας της Γης και με βάση τις παρατηρήσεις και τους νόμους της δυναμικής μ. προχωρεί στην πρόγνωση του καιρού. Τέλος, υπάρχουν οι κλάδοι της γεωργικής μ., της βιομετεωρολογίας και γενικότερα της φυσικής περιβάλλοντος, οι οποίοι μελετούν τις επιδράσεις του κλίματος και των διαφόρων ατμοσφαιρικών φαινομένων στην ανθρώπινη δραστηριότητα και αντίστροφα.
Από οποιοδήποτε πρίσμα και αν επιχειρείται η μελέτη της μ., βασίζεται πάντοτε στα μετεωρολογικά στοιχεία και στους γεωγραφικούς παράγοντες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα μεταβλητά στοιχεία (θερμοκρασία, πίεση, υγρασία κλπ.), που καθορίζουν, στο σύνολό τους, τις διάφορες ατμοσφαιρικές καταστάσεις και επηρεάζονται κατά ένα σημαντικό τμήμα από τους γεωγραφικούς παράγοντες (υψόμετρο, γεωγραφικό πλάτος, απόσταση από τη θάλασσα, κλπ.) και τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις αυτών. Έτσι δημιουργείται μια αέναη εναλλαγή των ατμοσφαιρικών καταστάσεων, οι οποίες καθιστούν προβληματικούς τους ακριβείς προσδιορισμούς και προπάντων τις προγνώσεις του καιρού. Σε αυτή ακριβώς τη συνεχή αλλαγή βασίζεται και ο χαρακτηρισμός χαοτικό σύστημα, ο οποίος περιγράφει τη δυναμική εξέλιξη της ατμόσφαιρας. Με βάση αυτά τα δεδομένα εικάζεται ότι δεν έχει νόημα μια πρόγνωση σε βάθος χρόνου, παρά μόνο αυτή των λίγων ημερών.
Για να επιτευχθούν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτοί οι τελευταίοι σκοποί, αξιοποιούνται δεδομένα, που παρέχονται από έναν μεγάλο αριθμό μετεωρολογικών σταθμών, κατανεμημένων στην περιοχή που εξετάζεται. Στη συνέχεια αυτά τα δεδομένα μεταδίδονται σε κάποιο μετεωρολογικό κέντρο, που τα συγκεντρώνει και τα επεξεργάζεται, επιδιώκοντας να σχηματίσει μια εικόνα του συνόλου της καιρικής κατάστασης, σε τοπικό, ουσιαστικά, επίπεδο. Εάν το ίδιο κέντρο μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόν τον τύπο των δεδομένων για τις γειτονικές περιοχές ή ακόμα και για μια εκτεταμένη περιοχή της γήινης επιφάνειας, τότε θα είναι σε θέση, όχι μόνο να προσδιορίσει την τοπική κατάσταση, αλλά και να επεκταθεί σε προγνώσεις για τη μελλοντική ατμοσφαιρική κατάσταση της συγκεκριμένης περιοχής, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο και με πιθανότητες απροόπτων. Έτσι έχουν συγκροτηθεί εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί (η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία στην Ελλάδα) που συνεργάζονται για την ασφαλέστερη διεξαγωγή των αεροπορικών και ναυτιλιακών συγκοινωνιών, για τον έλεγχο της πορείας ιδιαίτερα των κυκλώνων και γενικά για την ανταλλαγή των μετεωρολογικών στοιχείων. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα οι προγνώσεις του καιρού έχουν περιορισμένη ισχύ, γύρω στις δώδεκα ώρες, διάστημα πέραν του οποίου αυξάνεται η αβεβαιότητα, εξαιτίας των προαναφερθέντων αιτιών.
Η έρευνα των ατμοσφαιρικών φαινομένων είχε απασχολήσει τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, ωστόσο η συστηματική συλλογή των μετεωρολογικών δεδομένων ξεκίνησε μόνο πριν μερικούς αιώνες, με την ανακάλυψη του θερμομέτρου και του βαρομέτρου (17ος αι.). Οι επιστημονικές βάσεις της μ. τέθηκαν στο τέλος του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού, ενώ ενισχύονται συνεχώς με νεώτερα όργανα μέτρησης των μετεωρολογικών στοιχείων. Ο Διεθνής Μετεωρολογικός Οργανισμός ιδρύθηκε το 1878, ενώ ο σημερινός Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (World Meteorological Organization, WMO) το 1947· το 1950 προσαρτήθηκε ως ειδική υπηρεσία στον OHE. Σήμερα, ο σχεδιασμός των χαρτών καιρού εξαρτάται από τα δεδομένα που παρέχουν δεκάδες χιλιάδες μετεωρολογικοί σταθμοί, μερικοί από τους οποίους είναι εφοδιασμένοι με τα πιο σύγχρονα μέσα έρευνας, διατηρώντας παράλληλα επαφή με τεχνητούς δορυφόρους, από τους οποίους αντλούν φωτογραφικό υλικό και συμπεράσματα μετρήσεων.
Φωτογραφία του βόρειου Μεξικού και των νοτιοδυτικών ΗΠΑ από δορυφόρο, σε ύψος 140 χλμ. Φωτογραφίες από μεγάλα ύψη βοηθούν κυρίως τη μετεωρολογική έρευνα.
* * *η (Α μετεωρολογία) [μετεωρολόγος]επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και, ειδικότερα, με τη συστηματική μελέτη τών μεταβολών τής θερμοκρασίας, τής υγρασίας, τής ατμοσφαιρικής πίεσης, τών ανέμων, τής νέφωσης και τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, καθώς και τών αιτίων τών φαινομένων αυτών, και ο οποίος αποτελεί τη βάση για την πρόγνωση τού καιρούαρχ.η ενασχόληση με ακατανόητα και υψηλά πράγματα («πᾱσαι ὅσαι μεγάλαι τῶν τεχνῶν προσδέονται ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.